σερέτη

σερέτη
şirret, huysuz, geçimsiz

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σερέτικος — η, ο, Ν [σερέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σερέτη …   Dictionary of Greek

  • σερετιά — η, Ν [σερέτης] η ιδιότητα και η συμπεριφορά τού σερέτη …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από την Ύδρα. Ήταν ιδιοκτήτης του πλοίου Αριστείδης, το οποίο διέθεσε για τους σκοπούς της Ελληνικής Επανάστασης. Από το 1823 πήρε μέρος σε διάφορες ναυμαχίες αλλά κυρίως διακρίθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • σερέτικος — η, ο αυτός που έχει σχέση με το σερέτη ή τη σερετιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”